- συνδίκως
- και αττ. τ. ξυνδίκως Αεπίρρ. συγχρόνως, ταυτόχρονα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδικος + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυνδίκως — συνδίκως , σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)